εμφορβιούμαι

εμφορβιούμαι
ἐμφορβιοῡμαι (-όομαι) (Α) [φορβ(ε)ιά]
τοποθετώ περιστόμιο για να παίξω αυλό (όπως έκαναν οι αυλητές).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”